μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα

μονοθεϊσμός ή μονοθεΐα
Θρησκεία θεμελιωμένη στη λατρεία ενός μόνου θεού. Οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί είναι τέσσερις: ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός, ο ισλαμισμός και ο ζωροαστρισμός· οι τρεις πρώτοι συνδέονται: ο ίδιος μόνος θεός των Εβραίων πέρασε στις δύο άλλες θρησκείες, ενώ ο τέταρτος είναι αυτόνομος. Ο τελευταίος αυτός διακρίνεται επίσης για ένα είδος βασικής δυαρχίας, που δίνει την εντύπωση διάσπασης του καθαρού μονοθεϊστικού τύπου, γιατί ο μόνος θεός Αχούρα Μάζντα (Ωρομάσδης) βρίσκεται σε αγώνα εναντίον ενός είδους θεού του κακού, του Άνγκρα Μαϊνιού: στην πραγματικότητα, ο Άνγκρα Μαϊνιού δεν είναι «θεός», αλλά η ίδια η άρνηση του θεού, ένας αντίθετος, που στο τέλος του κόσμου θα εξοντωθεί οριστικά. Μερικοί μελετητές (Βίλχελμ Σμιτ) βλέπουν έναν αρχέγονο μ. στη γνώση και στη λατρεία ενός υπέρτατου Όντος, που απαντά σε πολλούς πρωτόγονους λαούς. Δεν είναι όμως δυνατό να συγχέονται τέτοια υπέρτατα όντα με τον μόνο θεό των μονοθεϊστικών θρησκειών, γιατί οι πρώτοι είναι συχνά καθαρά μυθικοί ή είναι όντα που, αφού δημιούργησαν τον κόσμο, δεν επεμβαίνουν πια και γι’ αυτό δεν λατρεύονται, ενώ ο μόνος θεός είναι από τη φύση του προπάντων ενεργός στο παρόν. Ακόμα κι όταν οι πρώτοι αποτελούν αντικείμενο λατρείας και συνεπώς θεωρούνται ενεργοί, είναι πάντοτε έμμονοι στον κόσμο, δηλαδή στην αγαθή και κακή πραγματικότητα που αντιπροσωπεύουν αδιάφορα, ενώ ο μόνος θεός είναι υπερβατικός και η προσωπικότητά του παρουσιάζει μια τελειότητα που δεν είναι κοσμικής τάξης. Ο Ραφαέλε Πετατσόνι κατέδειξε πώς σχηματίστηκαν οι ιστορικοί μονοθεϊσμοί με στροφή, κι όχι με εξέλιξη, από προϋπάρχοντες πολυθεϊσμούς, επειδή για κάθε έναν από αυτούς ήταν θεμελιώδης η άρνηση όλων των άλλων θεών, των οποίων η γνώση αποτελεί προϋπόθεση για κάθε μονοθεϊσμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονοθεΐα — η (Α μονοθεΐα) η πίστη σε έναν μόνο θεό, ο μονοθεϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θεΐα(< θεος< θεός), πρβλ. πολυ θεΐα] …   Dictionary of Greek

  • μονοθεϊσμός — ο θρησκειολ. χαρακτηρισμός τών θρησκειών οι οποίες διακηρύσσουν την απόλυτη και αποκλειστική πίστη σε έναν υπερβατικό και προσωπικό θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < γαλλ. monotheisme (< μονοθεΐα + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Νικ …   Dictionary of Greek

  • μονοθεϊσμός — ο (φιλοσ.), η πίστη σ ένα μόνο θεό, η μονοθεΐα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”